26 Σεπ 2010

Η μουσικοχορευτική παράδοση της Βοβούσας

 Γεωγραφική θέση – Ιστορικά Στοιχεία
Eίναι ένα βλαχόφωνο χωριό της Κεντρικής Πίνδου.
Βρίσκεται στις πηγές του Αώου και στην δυτική υπώρεια του όρους Αυγού, το οποίο αποκαλείται Ώου. Είναι ένα από τα 44 χωριά του Ζαγορίου. Συνορεύει με το Νομό Γρεβενών, τριγύρω δε είναι τα χωριά Φλαμπουράρι, Ελατοχώρι, Λάιστα, Δίστρατο και Περιβόλι.
 Μνημονεύεται σε χρυσόβουλο του Βουλγαροκτόνου και σαν έδρα της επισκοπής (Βοώσα) του θρόνου της Καστοριάς. Ο Πουκεβίλ την βρήκε με 150 σπίτια, άρα με 255 οικογένειες τουλάχιστον. Πολύ περισσότερες όμως την είχαν εγκαταλείψει πριν το 1770 ακόμα. Αυτές ίδρυσαν παροικίες στα Πορόϊα, Τζουμαγιά, Νιγρήτα, Αλιστράτη, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή και ισχυρή αποικία στην Πέστερα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πολύ αρχαιότερη παροικία Βοβουσαίων υπήρχε στο Βελεστίνο, μέλος της πατριάς Ρίζου της οποίας φέρεται πως ήταν και η οικογένεια του Ρήγα Φεραίου.

Ο πληθυσμός της Βοβούσας ήταν παλαιότερα ημινομαδικός και κατοικούσε σε πέντε οικισμούς έξω από το σημερινό χωριό, οι οποίοι συνενώθηκαν στο σημερινό χωριό κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Οι συνοικισμοί ήταν: α) το Μπαϊτάνι (μεγάλος), β) η Πλάκα (μεγάλος), γ) η Αγία Παρασκευή (μικρός), δ) η Τσιάσκα (ο Άγιος Σπυρίδωνας – μικρός), ε) ο Άγιος Δημήτριος (τα σημερινά λιβάδια με την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου – μικρός). Με το κτίσιμο της γέφυρας στα μέσα του 18ου αιώνα (1748), το χωριό συγκεντρώνεται στη σημερινή θέση που αποτελεί και το πέρασμα από την Ηπειρο προς την Μακεδονία.
Τα στοιχεία για τον πληθυσμό της Βοβούσας έχουμε μόνο μετά το 1801, χρονιά κατά την οποία αποδεκατίστηκαν οι κάτοικοί της από την πανούκλα που «έπεσε» στο χωριό. Παρόλο όμως που η αρρώστια «θέριζε τον κόσμο» και τον διασκόρπισε στις γύρω περιοχές, οι κάτοικοι ήταν τρεις χιλιάδες. Στην απογραφή του 1817, στη Βοβούσα ζούσαν 270 οικογένειες με 2.500 – 3.000 κατοίκους.

Το 1817 αποτελεί την τραγική χρονιά της Βοβούσας, αφού οι ληστρικές επιδρομές ανάγκασαν τις 120 οικογένειές της να εκπατριστούν και να αποδημήσουν κοντά στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Στα 1824, κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου, οι Τούρκοι άρπαξαν από τη Βοβούσα 1.000 φορτηγά ζώα και σε μάχη που έγινε σκοτώθηκαν 18 βοβουσιώτες αγωγιάτες. Οι υπόλοιποι άρπαξαν τα ζώα τους και έφυγαν. 14 οικογένειες με την αρχηγία του Χατζηγιώργου εγκαταστάθηκαν στη Λαμία, ενώ όλες οι υπόλοιπες πέρασαν τον Αξιό ποταμό και αποδήμησαν στην Κεντρική Μακεδονία (Σέρρες, Τζουμαγιά, Νευροκόπι, Αλιστράτη κ.α.). Ετσι η Βοβούσα ερημώθηκε, όχι μόνο από τους Τούρκους καταπιεστές, αλλά και από τις επιθέσεις και τις λεηλασίες των ληστών και των κακούργων. Από το 1824 μέχρι το 1831 εγκαταλείφτηκε από ανθρώπους και ζώα. Στα 1825 όμως, ο διοικητής της Ανδριανούπολης, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα Ιωάννινα, έγραψε στους προκρίτους του Ζαγορίου για την καταστροφή των χωριών τους κι αφού εξέφρασε τη λύπη του, διαβεβαίωσε για την τιμωρία των ληστών και την επιστροφή των εκδιωχθέντων. Πράγματι συνέλαβε πέντε λήσταρχους Αλβανούς, του οποίους και απαγχόνισε στα Βιτόλια (το Μοναστήρι) και συνόδευσε με ασφάλεια τους ζαγορίσιους της Κεντρικής Μακεδονίας πίσω στα χωριά τους. Ανάμεσα σ' αυτούς επέστρεψαν και οι κάτοικοι της Βοβούσας, οι οποίοι άρχισαν και πάλι να οικοδομούν τον εγκαταλειμμένο οικισμό τους.

Στα 1831 επέστρεψαν στην Βοβούσα και οι 14 οικογένειες, οι οποίες είχαν αποδημήσει στη Λαμία, με την παρέμβαση του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, εγγονού του Βοβουσιώτη Μπάρτζιου Μπαϊρακτάρη, ο οποίος ακολουθούσε ως υπασπιστής τον βασιλιά Οθωνα σε μια περιοδεία του στα χωριά της Λαμίας. Αυτός λοιπόν τις αναγνώρισε και τις οδήγησε με ασφάλεια στο χωριό τους. Αυτές οι 14 οικογένειες, οι οποίες αναφέρονται με τα επώνυμά τους, με την νέα εγκατάστασή τους στη Βοβούσα άρχισαν να ασχολούνται κυρίως με τα επαγγέλματα της κτηνοτροφίας και αργότερα, της γεωργίας και τις εμπορικές δραστηριότητες του αγωγιατισμού και της υλοτομίας.
Με την επιστροφή τους όμως οι βοβουσιώτες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα, γιατί, στο χρονικό διάστημα που έμεινε η Βοβούσα έρημη (1824-1831), τα γειτονικά της χωριά αφάρπαξαν όλες τις περιοχές της και τις οικειοποιήθηκαν. Ετσι το γειτονικό Περιβόλι άρπαξε το Μπαϊτάνι και τη Βάλια Κάλντα, οι Τσερνισιώτες την Πλάκα και ως κι αυτή ακόμα η Λάιστα εποφθαλμιούσε τμήματά της. Γι’ αυτό στα 1846 επιτροπή των 14 οικογενειών, με τις ενέργειες του Κωνσταντίνου Μπρούζου μετέβηκε στην Πόλη, όπου κατόρθωσε να υπογραφεί φιρμάνι για την κατοχύρωσή 25.000 στρεμμάτων στην κοινότητα της Βοβούσας, θέτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το παλιότερο φιρμάνι του 1717. Ακόμα, στα 1850 περίπου με δικαστική απόφαση κατοχυρώθηκε υπέρ της Βοβούσας και η «αρπαγείσα» περιοχή της Πλάκας.
Παρ' ολες όμως αυτές τις διευθετήσεις, τα προβλήματα συνέχιζαν να υπάρχουν, αφού οι γύρω κοινότητες αντιδρούσαν στις νέες χωροταξικές κατανομές και δημιουργούσαν απροκάλυπτα επεισόδια. Σ’ αυτά πρωτοστατούσαν κυρίως οι περιβολιώτες, οι οποίοι μάλιστα στα 1854 με την αρχηγία του λήσταρχου Νάσιου Μαντάλου θέρισαν βίαια τα σιτηρά των βοβουσιωτών στη θέση Μπαϊτάνι και τα μετέφεραν στο Περιβόλι, όπου τα αλώνισαν. Εκεί δε έκτισαν και την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου με τα χρήματα του κλεμμένου σταριού. Οι ληστρικές επιδρομές όμως εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν τη Βοβούσα. Στα 1887, μια συμμορία που προσποιούνταν τους επαναστάτες καταλήστευσε τη Λάιστα και περνώντας από τη Βοβούσα άρπαξαν τον Τασιούλα Ζιώτο και τον Κουτσονικόλα. Ο Κουτσονικόλας όμως μόλις αντιλήφθηκε πως είναι ληστές, έφυγε κρυφά από τη Λάιστα οπου κρατιόταν και έφτασε στη Βοβούσα, όπου γνωστοποίησε τα Σχέδια της συμμορίας για να τη ληστέψουν κατά την επιστροφή τους. Τότε οι βοβουσιώτες ξεσηκώθηκαν, οπλίστηκαν και στη συνέχεια τους απέκρουσαν, σώζοντας έτσι το χωριό τους. Μετά τα γεγονότα αυτά και μέχρι το 1900 ησύχασε κάπως η Βοβούσα, αλλά οι κάτοικοί της ήταν σε διαρκή επιφυλακή και εκδίωκαν συνεχώς τους ληστές που τους περιτριγύριζαν.

Ετσι μέχρι το 1908 «η λιτότητα και η φτώχια έδερνε τους κατοίκους του χωριού». Κάποια οικονομική βελτίωση παρουσιάστηκε στη Βοβούσα στα χρόνια εκείνα με το εμπόριο της ξυλείας, με την οποία οι Τούρκοι κατασκεύαζαν τα φρούρια. Παρόλα αυτά όμως το χωριό είχε τα προβλήματά του και η θνησιμότητα των κατοίκων του ήταν μεγαλύτερη, σε σύγκριση με τα νεώτερα χρόνια, όπου το όριο ζωής ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο.

Το 1940 οι Ιταλοί φτάνουν στην Βοβούσα. Οι κάτοικοι κρύβονται στο βουνό Αυγό. Η πρώτη μάχη Ελλήνων – Ιταλών γίνεται στη Βοβούσα και οι Ιταλοί οπισθοχωρούν. Στο Δίστρατο γίνεται άλλη μάχη και 200 αιχμάλωτοι Ιταλοί έρχονται στη Βοβούσα.
Το 1941 ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Το 1943 οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων καίνε όλο το χωριό εκτός απ’ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το σπίτι του Βασίλη Χατζή. Οι κάτοικοι μένουν στο βουνό σε παράγκες και την άνοιξη κατεβαίνουν σε άλλα χωριά και στα Γιάννινα ή τα Γρεβενά να πουλήσουν σανίδια και δαδιά και να πάρουν αλάτι ή καλαμπόκι. Το 1944 οι Γερμανοί ξανακαίνε το χωριό και παίρνουν και κάποιους ομήρους. Το 1948 κάποιες οικογένειες της Βοβούσας εγκαταλείπουν το χωριό εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και εγκαθίστανται στα Γιάννινα. Το 1950 κάποιες επιστρέφουν, άλλες μένουν μόνιμα πλέον στα Γιάννινα. Οσες επέστρεψαν, οργάνωσαν τη ζωή τους στη Βοβούσα και είτε παρέμειναν εκεί ως σήμερα, είτε εγκατέλειψαν για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στα Γιάννενα, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα ή στο εξωτερικό, Βόρεια και Νότια Αμερική, Γερμανία και Αυστραλία.

Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι της Βοβούσας είναι περίπου 85 άτομα. Οι οικογένειες είναι 28. Στην απογραφή του 2001 βρέθηκαν στην Βοβούσα 186 άτομα. Οι άντρες ασχολούνται με την υλοτομία και το εμπόριο ξυλείας, ενώ υπάρχουν και λίγες οικογένειες που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Οι γυναίκες είναι νοικοκυρές και ασχολούνται με το μεγάλωμα των παιδιών τους και τους κήπους τους. Στο χωρίο λειτουργεί μονοθέσιο δημοτικό σχολείο. Τα τελευταία χρόνια αρκετές οικογένειες στρέφουν τις δραστηριότητές τους στον τουριστικό τομέα, ο οποίος αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία έτη.

Τέλος οι κάτοικοι ήταν ανέκαθεν βλαχόφωνοι. Μεταπολεμικά ενεγράφησαν ως δημότες Βοβούσας μερικές οικογένειες Σαρακατσαναίων, οι οποίες, πάντα τα καλοκαίρια βοσκούσαν τα κοπάδια τους στην περιοχή της Μόρφας και της Πλάκας.


Η έρευνα

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η αστικοποίηση, ο μοντερνισμός και η ξενομανία μας απομάκρυναν απ’ την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά μας. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η καταγραφή, η διατήρηση και διάδοση της πλούσιας πνευματικής κληρονομιάς που διαθέτουμε, έτσι ώστε οι παλαιότεροι να θυμηθούν τις ρίζες τους και οι νεώτεροι να τις μάθουν και να διδαχθούν από αυτές.


Ο Χορός

Οι διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, τα πανηγύρια, οι γάμοι, οι απόκριες, η επιστροφή του ξενιτεμένου, συνεπάγονταν το συναγελασμό στην ύπαιθρο με κύριο το χορό ως κυρίαρχο στοιχείο του γλεντιού.Το έναυσμα για το χορό δινόταν, είτε με το τραγούδι από τους χωριανούς (όπως στο πανηγύρι της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο) το πρωί μετά την εκκλησία, είτε με τις διάφορες κομπανίες (όπως στο πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής ή το Πάσχα).

Η δομή της χορικής αλυσίδας δίνει το προβάδισμα στους άντρες, οι οποίοι παρατάσσονται ανά ηλικία, ενώ οι γυναίκες πίσω τους ακολουθούν σε δεύτερο γύρω, ανάλογα με τη χρονολογία του γάμου τους. Κάποιες μαρτυρίες βέβαια, από φωτογραφικό υλικό (Αρχείο Συλλόγου) δηλώνουν ότι πριν το 1910 ίσως συνηθιζόταν ένας κύκλος, μπροστά οι άντρες και πίσω οι γυναίκες, γεγονός που χρειάζεται επιπλέον έρευνα. Η έναρξη του χορού γίνεται από ένα ορισμένο σημείο και καταλήγει σ’ αυτό μετά από μια κυκλική φορά / κίνηση. Η ηγετική φιγούρα της χορικής αλυσίδας πάλι, δεν επιτρέπεται να σταματήσει τη ροή του χορού. Γι’ αυτό δεν επικράτησαν οι τσάμικοι χοροί. Αυτή η «συνέχεια» στηρίζεται περισσότερο στο γεγονός ότι η οικονομική ευμάρεια ή μη του καθενός, δεν έπαιζε κανένα ρόλο για τη θέση του στο χορό.

Οι λόγοι συμμετοχής στο χορό και το γλέντι ήταν ποικίλοι: άλλοι χόρευαν από ευχαρίστηση, ενώ άλλοι για λόγους κοινωνικής καταξίωσης («έτσι έπρεπε», ή «για το καλό»). Βεβαίως, μέσα από το χορό λειτουργούσε ένα εν δυνάμει «Νυφοπάζαρο», του οποίου στοιχεία αναβιώνουν ακόμη και στις μέρες μας (Πανηγύρι Αη-Γιαννιού ή Γκιλιάτα), όπου οι γυναίκες μόνες καλούνται να χορέψουν στο μέσο του χωριού. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο αντρικό στοιχείο να «θεωρήσει» και να προχωρήσει στην κατάλληλη επιλογή. Συχνά, στα γλέντια ο χορός ήταν μια χοάνη κοινωνική που βασισμένη καθαρά στο διονυσιακό του στοιχείο καταργούσε πιθανώς κάθε δυνατή διάκριση, με απώτερο στόχο τη συγχώνευση της ευχαρίστησης.

Αντιπροσωπευτικοί χοροί
Συγκαθιστός: 1. Το Πράσινο Μαντήλι. 2. Μαρία λέν’ την Παναγιά. 3. Κωνσταντινιά – Κωνσταντινιά. 4. Γκαίτσι. 5. Στου παπά τα παραθύρια. 6. Θάλασσα πλατιά. 7. Μπήκαν μωρέ μπήκαν
Στα τρία 1.Σήκω Δημήτρω μ’ κ’ άλλαξε 2. Αρβανιτοβλάχικο 3. Γκαραγκούνα. 4. Γιάννη μου, το μαντήλι σου. 5. Παιδιά της Σαμαρίνας
Τσάμικος 1. Γυναίκες που χορεύεται .2. Νταλιάνα
Συρτός 1. Λίτσα, Λίτσα, Βαγγελίτσα 2. Πάμε στο δάσος για ξύλα μωρή Λένη. 3 Τα μανουσάκια

Το Τραγούδι

Βλαχόφωνα τα παλαιότερα και Ελληνόφωνα, τα οποία έρχονταν μέσω ταξιδεμένων περαστικών και κυρατζήδων από διάφορα μέρη της Ελλάδας (παραλλαγές των περισσοτέρων Ελληνόφωνων τραγουδιών συναντώνται κι αλλού σ’ όλον τον Ελληνικό χώρο). Αρκετά από τα βλαχόφωνα τραγούδια, τραγουδιούνται από τους βλάχους όλων των Βαλκανίων. Τα τραγούδια μεταφέρονται από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενεές και είναι δύσκολο να τα χρονολογήσει κανείς. Θεωρούμε ότι είναι πολύ παλιά, καθώς συναντάμε σ’ αυτά στίχους που αναφέρονται στην περίοδο της τουρκοκρατίας και κατά την ηγεσία του Αλή Πασά στα Γιάννενα (βλ. σελ. 12, το ιστορικό τραγούδι: «Ποιος θέλει ν’ ακούσει κλάματα» και την υποσημείωση).
Το τραγούδι δεν περιορίζεται μόνο στον τόπο που δημιουργήθηκε, δεν έχει πατρίδα. Ταξιδεύει και στεριώνει και έξω από τον τόπο της δημιουργίας του, με την ίδια ευκολία που ριζώνει στον τόπο του. Ενας που ξενιτεύεται, το τραγουδάει στην ξένη χώρα σε μια ώρα νοσταλγίας και πόνου για τη γη που τον γέννησε. Ετσι ο πόνος του χωρισμού απ’ τους αγαπημένους, μοιάζει μικρότερος, κι όσοι τον ακούνε στην ξένη χώρα και το τραγούδι τους αρέσει, το μαθαίνουν και το ξαναλέν. Το αλλάζουν κι αυτοί με τη σειρά τους και το νιώθουν δικό τους.

Χορευτικά τραγούδια με το στόμα που χόρευαν στα διάφορα πανηγύρια και γιορτές (όπως Δεκαπενταύγουστο, Πάσχα) είναι:
Μίλησέ μου μαύρη γλώσσα (όπως «Ασημένια Αλυσίδα»)
Ο Μήλιος ο πραματευτής (όπως «Ασημένια Αλυσίδα» και αλλαγή μέσα-έξω)
Σουλτάνα μ’ Βεργινάδα μ’ (όπως «Ασημένια Αλυσίδα» και αλλαγή μέσα-έξω)
Στο Γρίβενο (όπως «Ασημένια Αλυσίδα» και αλλαγή μέσα-έξω)
Δεν είναι κρίμα κι άδικο (όπως «Ασημένια Αλυσίδα» και αλλαγή μέσα-έξω)
Πότε να έρθει η άνοιξη (Στα τρία)
Μηλίτσα που είσαι στο γκρεμό (Στα τρία)
Ομορφο κοράσιο που ‘δα εγώ (όπως «Ασημένια Αλυσίδα» και αλλαγή μέσα-έξω)


Καθιστικά Τραγούδια
1. Πέντε αφεντάδες ήταν και δέκα βοϊβοδάδες (τοπικοί άρχοντες επί Τουρκοκρατίας). 2 Ορίστε και κοπιάσατε. 3 Το Μάη γεννήθηκε ο Κωνσταντής. 4. Ποιος θέλει ν’ ακούσει κλάματα

Μουσικοχορευτικές περιστάσεις

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, όταν οι άνδρες δούλευαν στα «νεροπρίονα» ως υλοτόμοι στο δάσος, η επιστροφή στο σπίτι – κάθε 15 μέρες – οδηγούσε σε «τρικούβερτο» γλέντι κάποιες φορές. Οι τοπικές κομπανίες βοηθούσαν σ’ αυτό, χωρίς να αποκλείονται κι άλλες που δεν ήταν ντόπιες. Η περίσταση υπαγόρευε το είδος του τραγουδιού, π.χ. το Πάσχα ακούγονταν το «Σήμερα Δέσπω Πασχαλιά, σήμερα άσπρη μέρα…» ή τις απόκριες κάποια τραγούδια σκωπτικά όπως το «Μωρ’ Αρμάνι, μωρ’ μουσιάτι». Οι απόκριες τελείωναν με κάποιο τραγούδι σε μορφή σκετς «Ω Βάλμα», που χόρευαν μόνο άντρες. Ουσιαστικά, γινόταν διάλογος μεταξύ πρώτου και τελευταίου.

Ωστόσο, η πληθώρα των τραγουδιών ήταν η ίδια κι ακούγονταν στις διάφορες περιστάσεις. Κυριαρχεί ο συγκαθιστός, ο οποίος στη Βοβούσα αποκτά έντονο και γρήγορο ρυθμό.

Πανηγύρια

Της Αγ. Παρασκευής
Τυπικό παράδειγμα το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής. Ο χρόνος της τέλεσης του, (26 Ιουλίου) συνεπικουρούσε τον κοινωνικό χαρακτήρα της εκδήλωσης καθώς οι άψογες, για την εποχή, καιρικές συνθήκες οδηγούσαν με άνεση στην περάτωσή του. Ο χορός αρχίζει το πρωί μετά την εκκλησία ενώ ο Γενικός Χορός «στηνόταν» τις απογευματινές ώρες. Το πέρας της εκδήλωσης ήθελε τα αγόρια του χωριού, αργά το απόγευμα, να επισκέπτονται τα διάφορα σπίτια με κομπανίες-ορχήστρες. Η διαδικασία έληγε συνήθως τις πρωινές ώρες, μάλλον ως συνέπεια φυσικής κόπωσης και εξάντλησης.

Οι παραγγελίες ήταν συνήθως η κινητήρια δύναμη και δινόταν πάντα από τους άντρες και ήταν συγκεκριμένες. Η έναρξη σηματοδοτείτο από την «Ασημένια Αλυσίδα», τα «Πουλιά πετούμενα», και τη «Σέλφω», ενώ η λήξη από κάποιο συγκαθιστό. Αλλα τραγούδια δεν ακούγονταν στο Γενικό Χορό κι ούτε υπήρχαν αντρικοί ή γυναικείοι χοροί.

Της Παναγιάς, 15 Αυγούστου
Οι άντρες σχηματίζουν κύκλο ανά ηλικία, ενώ οι γυναίκες παρατάσσονται πίσω τους σε δεύτερο κύκλο, ανάλογα με την χρονολογία
του γάμου τους. Ο χορός συνοδεύεται από τραγούδια με το στόμα (χωρίς ορχήστρα).
Τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα στο πανηγύρι της Παναγιάς είναι:
Δεν είναι κρίμα κ’ άδικο
Σουλτάνα μ’ Βεργινάδα μ’
Ο Μήλιος ο πραματευτής

Του Αη-Γιάννη ή Γκιλιάτα (Νυφοπάζαρο), 23-24 Ιουνίου
Παλιά, έως και το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι γυναίκες καλούνταν να χορέψουν μόνες στο μέσο του χωριού (μεσοχώρι). Μ’ αυτήν την εκδήλωση δινόταν η ευκαιρία να χορέψουν ως πρωτοχορεύτριες οι γυναίκες που δεν είχαν άντρα στο σπίτι, μιας και στις άλλες εκδηλώσεις δεν ήταν δυνατόν να χορέψουν μπροστά αν δεν είχαν άντρα συνοδό. Σήμερα ο χορός γίνεται μέσα στα διάφορα μαγαζιά. Ο χορός γίνεται πάντα με συνοδεία ορχήστρας και τα τραγούδια που ακούγονται είναι ίδια με αυτά των άλλων εκδηλώσεων – πανηγυριών (τσάμικος, συρτός – στα τρία, συγκαθιστός. Βλ. «Γενικά για το χορό» σελ. 3-4).

Το Πάσχα

Στήνεται Γενικός Χορός στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου μετά την Δεύτερη Ανάσταση το απόγευμα της Κυριακής. Ο Γενικός Χορός ξεκινούσε πάντα με το τραγούδι «Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά κ’ αύριο Χριστός Ανέστη». Τα άλλα τραγούδια που ακούγονται είναι κοινά σε όλα τα πανηγύρια (βλ.» Ερευνα Χορευτικά τραγούδια με το στόμα» σελ. 5)

Απόκριες

Τα τραγούδια που ακούγονταν τις Απόκριες ήταν σκωπτικά, όπως:
Μωρ’ Αρμάνι, μωρ’ μουσιάτι
Πέντε δέκα παπαδιές
Ω Βάλμα-Βάλμα (φύλακας ζώων)

Συνοικέσιο – Αρραβώνες – Γάμος

Λόγος
Ο λόγος ή συνοικέσιο γινόταν στο σπίτι του γαμπρού. Οι γονείς της νύφης πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού και ρωτούσαν τους γονείς του αν έχουν την ευχαρίστηση να γίνουν μία οικογένεια. Εάν δεν τα βρίσκανε, δεν έλεγαν ποτέ όχι. Οταν έφευγαν οι γονείς της υποψήφιας νύφης, γύριζαν τα παπούτσια τους ανάποδα ως ένδειξη άρνησης και έτσι χαλούσε το προξενιό. Σε περίπτωση που συμφωνούσαν και έκλειναν το συνοικέσιο έριχναν πυροβολισμούς. Κάθε οικογένεια ειδοποιούσε τους συγγενείς της και όλοι πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου γινόταν τρικούβερτο γλέντι με τραγούδια από το στόμα.
Πάντα ξεκινούσανε με το τραγούδι :«Μωρ’ Βασίλου
Γιος αγάπησε
Βασίλω θυγατέρα»

Αρραβώνες
Εκ των υστέρων καθιερώθηκαν οι επίσημοι αρραβώνες, όπου γινόταν πάντα στο σπίτι της νύφης και παρευρίσκονταν οι συγγενείς και από τα δύο τα μέρη, άλλαζαν δαχτυλίδια κα επακολουθούσε γλέντι (τραγούδια με το στόμα ή ακόμα και ορχήστρα)
Τραγούδια (Λόγος – Αρραβώνες):
«Οσα λουλούδια η άνοιξη»
«Οσα άστρα έχει ο ουρανός
και φύλλα από τα δέντρα…»
«Στάου ούνι τζούνι του λιβάδι (της αγάπης)
σ’ τριάτσι ούν τζόνι
σ’ ντι μι βιάντι…»
«ούνι λιλίτσι αρόσι…»

«Το Μάη γεννήθηκε ο Κωνσταντής
το Μάη αρραβωνιάστηκε…» (της παρέας)
«Κουσκρίμ καλώς ορίσατε
Κουσκρίμ και αγαπημένοι
Κουσκρίμ καλώς σας βρήκαμε
Κουσκρίμ κι αγαπημένοι
Περάστε απ’ το τραπέζι μας
Να φάτε και να πιείτε
Ροϊδούλα – Ροϊδούλα»

Αλλα τραγούδια του Αρραβώνα – Βλάχικα
«Una feata Sirginiata» (Μια κοπέλα απ’ το Σαργκάνι)
«Νathimat mita lea feata lea nathimat
ti ni-ti feati ahitu museata lea
nathimat, nathimat
(Ανάθεμα τη μάνα σου, ανάθεμα τη (δις)
τι σ’ έκανε τόσο όμορφο μωρέ
ανάθεμα τη, ανάθεμα τη)
-Nu-ni te aride, lea feate nica
(Αχ κορίτσι μου μη γελιέσαι)
Ελληνικά
Πέντε χρόνους περπατούσα λελε
Πέντε χρόνους περπατούσα λελε
Σε γυαλό γυαλό το πενάκι μου
Σε γυαλό γυαλό

Γάμος

Ο γάμος ξεκινούσε πάντα την Παρασκευή το πρωί οπότε«έπιαναν» το προζύμι, ζύμωναν δηλ. τα προζύμια για να ετοιμάσουν τις κουλούρες του γάμου. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε μια κανάτα με νερό όπου έριχναν χρήματα που προορίζονταν για τις γυναίκες που ζύμωναν.Το προζύμι ανακάτευε ένα αγόρι του οποίου και οι δύο γονείς ήταν εν ζωή. Την Παρασκευή επίσης έβγαζαν και έστρωναν την προίκα της Νύφης όπου πήγαιναν όλοι οι συγχωριανοί για να την θαυμάσουν και ρίχνανε χρήματα και καραμέλες.

Το Σάββατο καλούσαν με την ανθοστόλιστη «κόφα» όλο το χωριό για τη στέψη. Επίσης το ίδιο βράδυ στο σπίτι της Νύφης γινόταν γλέντι για να την ξεπροβοδίσουν. Την Κυριακή το πρωί η συγγένεια της Νύφης, πήγαινε συνοδεία τη Νύφη στη βρύση της γειτονιάς και της τραγουδούσαν το τραγούδι «Ούμπλι σιόρι βιάρσι φράτε, σλι νταμ άπι αλί σουράτε»

Ύστερα το σόι του γαμπρού πήγαινε με δύο άλογα να φορτώσει την προίκα της νύφης. Στα άλογα ανέβαιναν και συγγενείς της νύφης, οι οποίοι δεν κατέβαιναν εάν ο γαμπρός δεν τους έδινε χρήματα. Οταν έφευγε η προίκα από το σπίτι της νύφης μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς της νύφης για να την ντύσουν και την στολίσουν. Εκεί της τραγουδούσαν κάποια τραγούδια, όπως:
"Τριανταφυλλιά μου της Βενετιάς"
"Μάνα μου, τα λουλούδια μας"
Πριν τη στέψη, ο Βλάμης ξύριζε το γαμπρό και η μάνα του τον έπλενε και τον σκούπιζε τραγουδώντας του το «Λούζεται τ’ Αρχοντόπουλο». Κατόπιν άλλαζαν τις «κουλούρες». Τρία κορίτσια συνοδευόμενα από τρία μικρά αγόρια, φεύγανε από το γαμπρό έχοντας μια κουλούρα στολισμένη με λουλούδια και ένα λευκό βέλος στο κεφάλι. Εκείνη τη στιγμή ρίχνανε και τρεις ντουφεκιές. Μια κουλούρα πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να αλλαχτεί με την εκεί κουλούρα. Η δεύτερη κουλούρα πήγαινε στο Νονό, όπου ακολουθούνταν η ίδια διαδικασία.Το ίδιο ακριβώς γινότανε και στο Βλάμη. Την ώρα της αποχώρησης των κοριτσιών από τα τρία σπίτια έριχναν από μία τουφεκιά, χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι η διαδικασία πήρε τέλος. Τα τρία κορίτσια συναντιόντουσαν σ’ ένα σημείο και γύριζαν μαζί στο σπίτι του γαμπρού σταυρώνοντας το δρόμο. Ολοι οι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι του Νονού. Εκεί τους κερνούσανε και τραγουδούσαν. Ολοι μαζί τώρα με το Νονό καβάλα σε στολισμένο άλογο πήγαιναν να πάρουν τη Νύφη. Ο Σιχαριάρος πήγαινε να ειδοποιήσει στη νύφη με την κόφα ότι ερχόταν ο γαμπρός να την πάρει. Εν τω μεταξύ ο Βλάμης φορούσε τα παπούτσια στης νύφη βάζοντας μέσα χρήματα. Οταν έφτανε το σόι του Γαμπρού και του Νονού στη Νύφη, της τραγουδούσανε το:
«Εβγα κόρη μου στα κάγκελα
Ψηλά στα παραθύρια
Να δεις τον υιό σου που ‘ρχεται
Εχεται για να σε πάρει
Για δες του πρέπουν τ’ άρματα
Του πρέπουν τα τσαπράλια»
Επίσης τραγουδάνε το: «Mori alba amea, oi oi (Μωρ’ άλμπα αμιά
s-musata ata (2) Σ’ μου σιάτα ατά (2)
ia dzil I afendutu Αι τζιλ αλ αφέντουτου
sti da στι ντα)

Ύστερα έπαιρναν τη Νύφη στη εκκλησία και γίνονταν τα στέφανα. Η πεθερά και ο πεθερός περίμεναν τη νύφη στην εκκλησία. Η νύφη προσκυνούσε τα πεθερικά και η μάνα της Νύφης έδινε δώρο στον πεθερό και την πεθερά. ¨Οταν τελείωνε η στέψη πιανόταν ο χορός στο προαύλιο της εκκλησίας. Η νύφη χόρευε πρώτη στο «Σεργιώτικο τον κάμπο» και προσκυνούσε τρεις φορές χορεύοντας, ενώ παράλληλα κάποιοι από το σόι της έβαζαν δώρα στο Νονό, το Βλάμη και το σόι του γαμπρού. Αφού χόρευαν οι συγγενείς πρώτου βαθμού, γύριζαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Η μάνα του γαμπρού περίμενε με την κεντητή κουλούρα τη νύφη, για να την ακουμπήσει τρεις φορές στο κεφάλι της νύφης και της τραγουδούσαν το τραγούδι:
«Του κυρ- γαμπρού η μάνα»
«Σέβα, σέβα περδικούλα
μεσ’ των σταυραετών τα σπίτια
πάντα εκεί να ξεφολιάσεις
18 πουλιά να βγάλεις»
Η νύφη άλειφε την κεντρική πόρτα με βούτυρο. Η πεθερά άπλωνε άσπρο υφαντό διάδρομο όπου πατούσε η νύφη. Στη συνέχεια άρχιζε το γλέντι όπου παλιά γινόταν στο σπίτι του Γαμπρού. Κάθε σόι έπιανε και από ένα δωμάτιο. Η νύφη πήγαινε στο δωμάτιο με τη συγγένεια της, τους λεγόμενους «μποχτζήδες».Τις πρωινές ώρες όταν τελείωνε το γλέντι και έφευγαν οι συγγενείς της Νύφης τραγουδούσαν το τραγούδι:
«Εμείς τώρα θα φύγουμε
κυρ-συμπεθέροι
τη Νύφη που σας δώσαμε
βρε συμπέθεροι
να μην την παραπαίρνεται
ώσπου να μάθει τα χουϊα σας
κυρ-συμπέθεροι
τα χουϊα μας είναι ελαφριά
κυρ’ συμπεθέροι»
Και η νύφη αποχαιρετούσε τους συγγενείς της κλαίγοντας.
Την επόμενη μέρα έπλεναν και καθάριζαν το σπίτι του Γαμπρού, γιατί την Τετάρτη θα το έστρωναν με την προίκα της νύφης για να περάσει όλο το χωριό να την δει. Επίσης, την ίδια μέρα νύφη τα πεθερικά και οι συγγενείς της νύφης την οδηγούσαν στη βρύση και το μεσημέρι πηγαίνανε «πεστρόφια» στο πατρικό της νύφης όπου τρώγανε όλο μαζί.

Την Πέμπτη πηγαίνανε στο σπίτι του Νονού για φαγητό και την Παρασκευή στο σπίτι του Βλάμη. Την Κυριακή η νύφη πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσει την εικόνα. Όταν τελείωνε η λειτουργία όλο το σόι (γαμπρού και νύφης) πήγαιναν πάλι επίσκεψη στο πατρικό της νύφης, όπου δίνανε στη νύφη ένα πιάτο με καραμέλες. Για τις υπόλοιπες Κυριακές η νύφη επισκεπτόταν τα διάφορα συγγενικά σπίτια όπου ακολουθούνταν η ίδια διαδικασία. Και έτσι τελείωνε ο γάμος.

Τραγούδια του Γάμου ελληνικά:
Τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο, γραμμένο (2)
Τι εχούν κουμπάν, τι εχούν
Τι εχούν τα μάτια σου και κλαιν’, και χύνουν μαύρα δάκρυα (2)
Μάνα μου τα λουλούδια σου μωρέ
Συχνά να τα ποτίζεις
Πόσα πρωί το δάκρυ μου μωρέ
Το βράδυ με φαρμάκι (της νύφης)
Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά
Μικρή Βλαχούλα μου
Κι η πάχνη δεν τα’ αφήνει
Θέλω κι εγώ βλάχα μ’ να σ’ αρνηθώ (του γαμπρού)
Αϊντε θέλω κι εγώ να σ’ αρνηθώ
Μικρή Βλαχούλα μου
Κι ο πόνος δεν μ’ αφήνει
Χαμήλωσε Βλάχα μ’ την πόλκα σου (του γαμπρού)

Αλλα τραγούδια του Γάμου βλάχικα:
La patru li s-la tinti li
La siasili fintini (2) (το τραγουδούσε το σόι της νύφης)

Naparti di laia – amari lele
(Πέρα απ’ τη Μαύρη Θάλασσα)
Si a livdari s-ni musata lele
(Που παινέψανε μια όμορφη)



ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΛΑΧΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΒΟΥΣΑΣ

Εχοντας ως δείγμα τραγούδια ελληνικά - βλάχικα που παρουσιάζουμε σ’ αυτήν την εργασία, θα προσπαθήσουμε να προβούμε σε μια συγκριτική μελέτη ανάμεσά τους. Τόσο στα ελληνικά όσο και στα βλάχικα τραγούδια τα θέματά τους είναι παρμένα απ’ την καθημερινή ζωή. Συγκεκριμένα αναφέρονται στο εξής. Μιλάνε για τη γυναίκα και για την ομορφιά της. Η όμορφη γυναίκα είναι άσπρη σαν το χιόνι, με κόκκινα μάγουλα, ξανθή, μαυρομάτα, στρουμπουλή και με παχιά χέρια. Μιλάνε για την καλοσύνη της καθώς ο άντρας ψάχνει για καλοσυνάτη γυναίκα που να αγαπάει την πεθερά και τον πεθερό της, τον ίδιο και τους συγγενείς του. Αναφέρονται στη σεμνότητα της γυναίκας καθώς εκείνη πρέπει να είναι παρθένα, ντρέπεται ακόμη κι από ένα βλέμμα του άντρα ή ντρέπεται να δείξει το σώμα της στο γιατρό. Σχολιάζουν την εργατικότητα και νοικοκυροσύνη της γυναίκας. Αυτή πηγαίνει στη βρύση για νερό, φτιάχνει γλυκά, πίτες και ψωμί, στρώνει το τραπέζι στον άντρα της, κεντάει κάνει την προίκα της.

Τα τραγούδια αναφέρονται στον άντρα. Μιλάνε για τη λεβεντιά του, την αγάπη του για την γυναίκα και την εργατικότητά του, καθώς δουλεύει ως τσέλιγκας, είτε κυρατζής, είτε ως πριονάς, είτε ως εργάτης στα εργαστήρια της Πόλης, είτε ως πραματευτής. Αποτέλεσμα της εργατικότητας είναι να προσφέρει στη γυναίκα πλούτη, μάλαμα κι ασήμι, ενώ είναι έτοιμος να τα πουλήσει όλα αυτά για να γιατρέψει τον πόνο της.

Κάποια άλλα τραγούδια μιλάνε για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, τους μεγαλοπρεπείς γάμους, με τα φλουριά και τα χρυσά δαχτυλίδια που προσφέρει ο άντρας στη γυναίκα στους αρραβώνες τους.
Σε άλλους στίχους συναντάμε την ευσέβεια των ανθρώπων καθώς κάνουν το σταυρό τους σε δύσκολες στιγμές και ζητούν τη βοήθεια του Θεού ή τάζουν τάματα στους Αγίους, κουβαλάνε μάρμαρο για να χτίσουν την Αγιά Σοφιά.
Αλλοι στίχοι μιλάνε για την ξενιτιά, τον αποχωρισμό της γυναίκας απ’ τον άντρα, την πίστη και αφοσίωση της συζύγου, την πίκρα της ξενιτιάς.

Τέλος, άλλα τραγούδια αναφέρονται σε κοντινά χωριά όπως η Αβδέλλα, η Σαμαρίνα και το Περιβόλι ή σε μακρινούς τόπους όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αλβανία. Μιλάνε για τη θάλασσα, τα πανηγύρια, τους Τούρκους και τους κλέφτες καθώς και για το χωρισμό των ανθρώπων σε άρχοντες και δούλους.
Οπως μπορούμε να συμπεράνουμε ανάμεσα στα ελληνικά και βλάχικα τραγούδια υπάρχουν πολλά κοινά σημεία τόσο στη θέματα που πραγματεύονται όσο και στα μέτρα και τη μελωδία τους. Με μια προσεκτική ματιά θα δούμε ελάχιστες διαφορές. Η πρώτη διαφορά έχει σχέση με τα θέματά τους. Ενώ στα ελληνικά τραγούδια συναντάμε έντονα το στοιχείο της αγάπης ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, στα βλάχικα τραγούδια αυτό εμφανίζεται λιγότερο. Πολλά από αυτά αναφέρονται στους τομείς δραστηριότητας των βλάχων που είναι η κτηνοτροφία, η υλοτομία και η μεταφορά ξυλείας. Επίσης εκφράζουν τα ήθη και τα έθιμά τους καθώς και τις κοινωνικές τους σχέσεις με άλλα βλαχόφωνα χωριά όπως το Περιβόλι και η Αβδέλλα. Μια εξήγηση που μπορεί να δοθεί πάνω σ’ αυτή τη διαφοροποίηση ελληνικών και βλάχικων τραγουδιών είναι ότι η κλειστή βλάχικη κοινωνία με τις αυστηρές αρχές της ίσως να μην επέτρεπε να αναπτυχθούν τραγούδια της αγάπης. Με τις επαφές όμως που είχαν με ελληνόφωνα χωριά και με μεγάλες πόλεις, όπως τα Γιάννενα, άρχισαν να δέχονται επιδράσεις στον τρόπο ζωής τους κι αυτό φάνηκε και στα τραγούδια τους. Τα ελληνικά τραγούδια προφανώς, έχουν δεχτεί επιρροές απ’ τα ελληνόφωνα χωριά.

Μια δεύτερη διαφορά έχει να κάνει με την ομοφωνία και ετεροφωνία – πολυφωνία των τραγουδιών. Οι Γραμμουστιανοί βλάχοι (όπως ονομάζονται οι Αρμανοί τη Πίνδου και της περιοχής Μοναστηρίου) τραγουδούν πολύ συχνά ομαδικά και κάποτε και ατομικά. Τα ελληνικά τραγούδια είναι όλα ομοφωνικά, ενώ στα βλάχικα υπάρχουν και μερικά πολυφωνικά. Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί αυτό να επιτευχθεί (δηλ. το πολυφωνικό τραγούδι) είναι η παραλλαγή της κύριας μελωδίας. Αυτή η παραλλαγή δημιουργείται άλλοτε με την επανάληψη της ίδιας μελωδίας σε χαμηλότερο ή σε ψηλότερο επίπεδο και άλλοτε με την ταυτόχρονη συνήχηση ενός κινούμενου Ισοκράτη (Marcu 1997, 27-8).


Μουσικοί – Μουσικά όργανα

Δείγματα χαρακτηριστικά των τελευταίων ήταν τα συγκροτήματα των «Νάτσα», Κολιού, «Μπάου», οι απόγονοι του «Θ. Μπίτα», και σήμερα η κομπανία του Στ. Βλαχιώτη. Μουσικά όργανα: κλαρίνο, ντέφι, βιολί, λαούτο.


Η ενδυμασία

Κυριαρχεί το μαλλί, με εξαίρεση τη φουστανέλα (kameasha) η οποία είναι βαμβακερή. Η kameasha είναι μαύρη για τις εργάσιμες μέρες και άσπρη για τις γιορτές. Τα μέρη της ανδρικής ενδυμασίας είναι:
Kitsioua Κούκου (κούκος)
Tsipunea (σιγκούνι)
Ciumadanu (γιλέκο)
Branu (ζωνάρι)
Ciarici (περικνημίδες)
Zmeana (σώβρακο)
Tsaruhi (τσαρούχια)
Lupudz (κάλτσες)
Κουλτσουβέτα

Μέρη της γυναικείας φορεσιάς είναι:
Poala (ποδιά)
Fustanea (φόρεμα)
Mandila (μαντήλι)
Ciketu (γιλέκο, χρυσοκέντητο για τις πλούσιες)
Tsipunea (σιγκούνι κεντημένο με κόκκινη τρέσα)



Ευχαριστίες

Ολους τους κατοίκους της Βοβούσας, που με τις πολύτιμες πληροφορίες τους βοήθησαν αυτήν την καταγραφή. Ιδιαίτερα τους:
κ. Αγόρω Χατζή (87 ετών)
κ. Αθανάσιο Χατζή (60 ετών)
κ. Γεωργία Βασιώτη (62 ετών)
κ. Μαρία Νόλα (77 ετών)
κ. Χρυσάνθη Σταγκογιάννη (88 ετών)
κ. Μιχάλη Βραζιτούλη (76 ετών)
κ. Νικόλαο Βραζιτούλη (50 ετών)
κ. Αθηνά Σταγκογιάννη (62 ετών)
κ. Αγγελική Καζάνα (87 ετών)

Επίσης τους οργανοπαίχτες:
κ. Στέργιο Μάσιο
κ. Στέργιο Βλαχιώτη

Ευχαριστούμε επίσης την κ. Μίκα Παππά – Σέβου, Σύμβουλο Διοίκησης του Αρχείου Ελληνικού Χορού, για την παρότρυνσή της και την καθοδήγησή της κατά τη διάρκεια αυτής της καταγραφής.
Τέλος, ευχαριστούμε θερμά τον Πολιτιστικό Σύλλογο της Βοβούσας για την αμέριστη συμπαράσταση και την στήριξή του στην ολοκλήρωση αυτής της καταγραφής και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βασίλης Νιτσιάκος, «Πολιτισμική Γεωγραφία»
Κολτσίδας Μιχ. Αντώνης, «Ιστορία της Βοβούσας», Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., σελ. 29-31, 41-44
Κατσανεβάκη Ν. Αθηνά «Δημοτικά τραγούδια Καλλονής Γρεβενών», Διπλωματική Εργασία Α.Π.Θ. , Θεσσαλονίκη 1991
Λαζάρου Αχιλλέας, «Βαλκάνια και Βλάχοι», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασός, Αθήνα 1993
Παπαθανασίου Γιάννης, «Η Ιστορία των Βλάχων», Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 1991
Αστέριος Ι. Κουκούδης, «Μελέτες για τους Βλάχους», «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων»
Λαζάρου Αχιλλέας, «Ιστορία του Βλάχικου Ελληνικού Τραγουδιού»
Μιρασγέλη Δ. Μαρία, «Νεοελληνική Λογοτεχνία», Τόμος 1ος , Αθήνα 1978.

Χρυσάνθη Σταγκογιάννη & Γιώργος Καζάνας
ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών
Εταιρεία Εικαστικών Μελετών
Πρακτικά 2oυ Συμποσίου Λαογραφίας
"Το Λαογραφικό Αντικείμενο: Η Μετάβαση απο τον αγροτικό
χώρο στον αστικό και στο κυβερνοχώρο."
Ιωάννινα 17-18 Μαϊου 2003
 
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ:  www.vlahoi.net

1 σχόλιο:

  1. Αφού το γύρισες στην παράδοση, βάλε τότε κάποτε κι αυτό:

    http://www.youtube.com/watch?v=2mMHSBkqFQ0&feature=related

    ΑπάντησηΔιαγραφή